Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ










ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

από την άκρη των ακρώ

κατηφοράει στο Ταίναρο

Φωτιά ‘ναι το πηγούνι του

χρυσάφι το πιρούνι του.

Ο ΗΛΙΟΣ

Εσεις στεριές και θάλασσες

τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούτε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτον αγαπώ!»

Από τη μέση του εγκρεμού

στη μέση του αλλού πελάγου

κόκκινα κίτρινα σπαρτά

νερά πράσινα κι άπατα

«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτον αγαπώ!»

Με τα μικρά χαμίνια του

καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές

που καίγονται στις αμμουδιές

με τους λοξάτους πετεινούς

και με τα κουκουρίκου τους!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Εμείς ψωμί δεν έχουμε

και τέτοια δεν κατέχουμε

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν

κι ανάσα δεν επήραμαν.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Φύγανε τα πουλιά γι’ άλλου

μα εγώ στο κύμα του γιαλού

θεμέλιωσα το σπιτικό

να τ’ αποσώσω δεν μπορώ.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Τέσσερις μήνες χτίζουμε

και τους οχτώ γκρεμίζουμε

και κάθε γινωμένη ελιά

στοιχίζει και μια φαμελιά.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Όνειρο πόκανα κρυφά

για τα παιδιά π’ ανάθρεφα

Ποιος το ‘λεγε πως θε να μου

τα στείλουνε του σκοτωμού.

ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ

Τα δυο βουνά χωρίζω και τα περπατώ

Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι

κι από τα μυστικά τους αντραλίζομαι

Σ’ όλους το παραγγέλνω σ’ όλους το μηνώ

Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονο.

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ

το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ

βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ’ ορκίζεται

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός

κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά

που ‘ν’ τα παρμένα κάστρα που ‘ναι τα χωριά

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο

κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά

Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι

Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί

Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα

Μήτε Θεός μήτ’ άλλος δεν τον σταματά

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν

Όλ’ οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!

ΚΟΡΙΤΣΙ

Δύο συ και τρία γω

πράσινο πεντόβολο

μπαίνω μέσα στον μπαξέ

γεια σου κύριε Μενεξέ

Σιντριβάνι και νερό

και χαμένο μου όνειρο

Τζίντζιρας τζιντζίρισε

το ροδάνι γύρισε

Χοπ αν κάνω δεξιά

πέφτω πάνω στη ροδιά

Χοπ αν κάνω αριστερά

πάνω στη βατομουριά

Το ‘να χέρι μου κρατεί

μέλισσα θεόρατη

τ’ άλλο στον αέρα πιάνει

πεταλούδα που δαγκάνει.

ΧΟΡΟΣ

Βότσαλο μέσα στα νερά

του κοριτσιού η αποθυμιά

Κύκλοι και πως ανοίγουνε

και με τα σένα σμίγουνε

ψηλά στη γλάστρα του βουνού

χρυσό γεράνι τ’ ουρανού

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

ένα σου λόγο στείλε μου.

ΑΝΕΜΟΙ

ʼκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε

νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά

Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά

πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά

Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά

κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

Ο ΗΛΙΟΣ

Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά

Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς

Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ’ τη μέση τους δοξολογεί.

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί

γι’ αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»

Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί

γι’ αυτούς δεν έχει χόρταση.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

λίγο το στόμα του άνοιξε

κι ευθύς εμύρισε άνοιξη

Τα δέντρα κελαηδήσανε

τα ζωντανά σουνίσανε

κι οι άνεμοι χρωματιστούς

γεμίσανε χαρταετούς.

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ

Τραγούδι

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά

κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές

φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο

κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς

βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ

τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε

χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε

μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα


παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου